- ανακολουθία
- η (Α ἀνακολουθία) [ἀνακόλουθος]1. έλλειψη ακολουθίας, συνάφειας τών λόγων με τα προηγούμενα, ασυμφωνία, ασυναρτησία2. ασυνέπεια3. σχήμα λόγου, το ανακόλουθο (βλ. ανακόλουθος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνακολουθία — ἀνακολουθίᾱ , ἀνακολουθία inconsequence fem nom/voc/acc dual ἀνακολουθίᾱ , ἀνακολουθία inconsequence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακολουθίᾳ — ἀνακολουθίᾱͅ , ἀνακολουθία inconsequence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακολουθία — η ασυνέπεια, αντίφαση: Δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει την ανακολουθία του αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακολουθίας — ἀνακολουθίᾱς , ἀνακολουθία inconsequence fem acc pl ἀνακολουθίᾱς , ἀνακολουθία inconsequence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακολουθίαν — ἀνακολουθίᾱν , ἀνακολουθία inconsequence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИЕРАКС — ГИЕРАКС (Ίέραξ) (вероятно, сер. 2 в. н. э.) философплатоник. Автор сочинения “О справедливости” (эксцерпты у Стобея), посвященного разработке этической проблематики. Основная мысль Гиеракса: справедливость как совокупная добродетель связана с … Философская энциклопедия
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
ανακόλουθος — η, ο (AM ἀνακόλουθος, ον) 1. (για πράξεις ή λόγους) αυτός που δεν έχει συνάφεια, συμφωνία με τα προηγούμενα, ασυνάρτητος, αντιφατικός 2. ασυνεπής 3. φρ. «ανακόλουθο(ν) σχήμα» (Γραμμ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια… … Dictionary of Greek
αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου … Dictionary of Greek